χρυσοϊδίνη

χρυσοϊδίνη
η, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών χρωστικών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysoidine < chrysoid (< χρυσοειδής) + κατάλ. -ine (πρβλ. -ίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Α. Κ. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”